- ατμίδα
- η (AM ἀτμίς) [ατμός]ατμός, ομίχληνεοελλ.φρ. «ατμίδες ηφαιστειακές» — ανοίγματα στην επιφάνεια της γης από τα οποία εκλύονται αέρια (αποτελούν ένδειξη ηφαιστειακής δραστηριότητας).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀτμίδα — ἀτμίς moist vapour fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατμός — Η αέρια φάση των ουσιών οι οποίες κάτω από συνηθισμένες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας βρίσκονται σε υγρή κατάσταση. Σε αντίθεση προς τα αέρια, οι α. κάτω από συνηθισμένες συνθήκες βρίσκονται σε θερμοκρασία κατώτερη από την κρίσιμη. Ο α. λοιπόν … Dictionary of Greek